- φθόριμος
- -ίμη, -ον, Α1. ολέθριος, καταστρεπτικός2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθόριμος — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορίμων — φθόριμος destructive fem gen pl φθόριμος destructive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόριμον — φθόριμος destructive masc acc sg φθόριμος destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοριμαίος — αία, ον, ΝΑ αυτός που έχει καταστρεπτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριμος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek